κλειδωτός

κλειδωτός
η , ό
1) запирающийся или запертый на ключ; 2) застёгнутый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "κλειδωτός" в других словарях:

  • κλειδωτός — ή, ό [κλειδώνω] 1. αυτός που έχει κλειδωθεί, ο κλειδωμένος 2. αυτός που κλειδώνεται, που ασφαλίζεται με κλειδί 3. αυτός που συνδέεται, που συνάπτεται με πόρπη, θηλυκωτός …   Dictionary of Greek

  • κλειδωτός — ή, ό 1. κλειδωμένος. 2. θηλυκωτός, κουμπωτός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακλείδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει κλειδωθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κλειδωτός < κλεδώνω] …   Dictionary of Greek

  • πολυκλείδωτος — ον, Μ 1. αυτός που έχει κλειδωθεί πολλές φορές ή με πολλά κλειδιά 2. πολύ καλά κλειδωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλειδωτός (< κλειδῶ «κλειδώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • περαστός — ή, ό 1. ο περασμένος πέρα πέρα, αλλιώς κλειδωτός (όχι καρφωτός). 2. ο περασμένος από τρυπητή, ο σουρωμένος, ο στραγγισμένος: Το φαγητό γίνεται με περαστή ντομάτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»